ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΛΥΜΝΙΑ
Σὲ μία γραφικὴ παραλία στὸν βόρειο Εὐβοϊκό, ὅπου τὸ ἀρχαῖο Ἐλύμνιο, εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ κωμόπολη τῆς Λίμνης. Στὸν περικαλλῆ ναὸ τῆς εἶναι θησαυρισμένη ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς πολιούχου τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Στὰ 1560, καθὼς διασώζει ἡ παράδοση, ὅταν ἦταν σουλτάνος ὁ Σουλεϊμᾶν ὁ μεγαλοπρεπής, ἕνα τούρκικο πλοῖο ἔπλεε στὰ μέρη τῆς Κασσάνδρας μὲ κατεύθυνση τὴ Χαλκίδα. Στὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ ἦταν κι ἕνας χριστιανὸς ναύτης, ὁ λοστρόμος Δημητρός, ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ ἡλικιωμένος.
Τὸ καράβι πλησίαζε στὴ Σκιάθο μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ ἀπὸ τὸν σορόκο. Ξαφνικὰ ὁ ἄνεμος κόπασε. Τότε ὁ Δημητρὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὶς βάρκες στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ ρυμουλκήσουν τὸ καράβι. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βλέπει ὁ λοστρόμος στὸ πλάι τοῦ καραβιοῦ, πάνω στὰ κύματα, ἕνα μεγάλο εἰκόνισμα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, κατεβαίνει σὲ μία φελούκα, σηκώνει τὴν ἱερὴ εἰκόνα ἀπ᾿ τὸ νερό, καὶ προσκυνάει τὴν Παναγία ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη πάνω σ᾿ αὐτή. Ὕστερα ἀνεβάζει τὴν εἰκόνα στὸ κατάστρωμα καὶ τὴν παραδίδει στὸν πλοίαρχο, στὸν Τοῦρκο Μεχμέτ. Ἀμέσως σηκώνεται δυνατὸς βοριάς, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά. Τ᾿ ἄλμπουρα τριζοβολοῦν, ἐνῶ ἡ πλώρη σχίζει μὲ ὁρμὴ τ᾿ ἀφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τὶς Σποράδες, μπῆκαν στὸν Εὐβοϊκὸ κι ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὴ Χαλκίδα. Μόλις ὅμως ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Λίμνης, ὁ ἄνεμος κόπηκε ἀπότομα καὶ τὸ καράβι ἀκινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καὶ πάλι οἱ βάρκες στὴ θάλασσα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ ρυμουλκοῦν. Ὕστερα ἀπὸ ὦρες ἔφθασαν στὴ βάση τοῦ ὅρους Καντήλι. Ἐκεῖ ἀπροσδόκητα ξεσπᾶ καταιγίδα. Τὰ κύματα σηκώνονται ἀπειλητικὰ καὶ σπρώχνουν τὸ σκάφος πάλι στὴ Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν ἐκεῖ, ἡ τρικυμία σταματᾶ καὶ ἡ θάλασσα πάλι γαληνεύει. Τὸ πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια νὰ κατευθύνει τὸ καράβι στὸν προορισμό του. Ξεσπάει ὅμως νέα καταιγίδα, πιὸ ἀπειλητική, καὶ τοὺς σπρώχνει πάλι στὴ Λίμνη. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες ἔχουν ἀπελπιστεῖ. Δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν πίσω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θαλασσινὴ περιπέτεια τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Τότε φωτίστηκε ἐπὶ τέλους ὁ εὐλαβὴς λοστρόμος. Πλησιάζει τὸν καπετάνιο καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν πρόκειται ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία, ἂν δὲν βγάλουμε σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ στεριὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ὁ πλοίαρχος συμφώνησε καὶ εἰδοποίησε τὸ χωριὸ Καστριὰ - χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν παραλία - νὰ ἔρθουν νὰ τὴν παραλάβουν. Δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει ὁ πιστὸς λαός, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τοὺς ἱερεῖς, μὲ ἑξαπτέρυγα, σταυροὺς καὶ λαμπάδες. Στὴν παραλία τοὺς περίμενε ὁ Δημητρός, ποὺ τοὺς παρέδωσε τὴν ἱερὴ εἰκόνα σὰν ἀτίμητο θησαυρό. Ἀμέσως φύσηξε φρέσκο ἀεράκι κι ἔσπρωξε κατάπρυμα τὸ Ἱστιοφόρο με τοὺς ναῦτες, κατευθείαν γιὰ τὸν προορισμό τους. Στὸ μεταξὺ ἡ πομπὴ ξεκίνησε μεγαλόπρεπα ἀπὸ τὴν παραλία γιὰ τὸ χωριό. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννης, τριγυρισμένον ἀπὸ γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καὶ κυπαρίσσια, ἀπόθεσαν τὴ σεπτὴ εἰκόνα. Ἔψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη δωρεά.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Τὴν ἀναζήτησαν παντοῦ, καὶ τὴ βρῆκαν στὴν τοποθεσία τῆς σημερινῆς Λίμνης. Τὴν ἐπανέφεραν στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννας, ἀλλὰ ἐκείνη ἐπέστρεψε στὸν ἴδιο τόπο. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μερικὲς φορές, κι ἔτσι κατάλαβαν οἱ κάτοικοι πὼς ἦταν θέλημά της νὰ παραμείνει ὁριστικὰ ἐκεῖ. Ἔχτισαν λοιπὸν μία μικρὴ ἐκκλησία καὶ τὴν τοποθέτησαν μέσα σ᾿ αὐτή. Τὴν Ἱερὴ εἰκόνα ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἴδιοι. Ἐγκατέλειψαν τὰ Καστριὰ καὶ μετοίκησαν στὴ Λίμνη. Ἀργότερα, στὴ θέση τοῦ πρώτου ναΐσκου ἔχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καὶ τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στὶς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας εἶναι 95 χ 65 ἐκ. Πάνω σ᾿ αὐτὴ εἰκονίζεται ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ζωγραφισμένη σὲ σκληρὸ καὶ βαρὺ ξύλο καὶ καλυμμένη μὲ ἀσημένια ἐπένδυση.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΩΖΕΙ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
Ἕνα συγκινητικὸ θαῦμα συνέβη στὶς ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1944. Τὸ γερμανικὸ ἀπόσπασμα, ποὺ κατέστρεψε τὸ Δίστομο (10 Ἰουνίου 1944) κι ἔσφαξε μέσα σὲ δυὸ ἡμέρες πάνω ἀπὸ ἑξακόσιους κατοίκους, περνᾶ τώρα ἀπέναντι στὴν Εὔβοια. Σκοπός του ἡ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ τῆς Λίμνης. Ἡ φάλαγγα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως. Τότε ἀκριβῶς βλέπει ὁ Γερμανὸς διοικητὴς στὴ μέση του δρόμου ἕνα χέρι νὰ ἐμποδίζει τὴ διάβαση τῶν στρατιωτῶν, κι ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
- Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι δικός μου. Δὲν θὰ τὸν πειράξετε!
Ὁ διοικητὴς φοβισμένος κατεβαίνει στὴ Λίμνη καὶ συναντᾶ τὶς ἀρχές. Ζητᾶ γεμάτος ἀγωνία νὰ μάθει ποιὰ εἶναι ἡ Προστάτιδα τῆς πόλεως.
- Ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά, ἀποκρίνονται οἱ προύχοντες. Ἔχουμε ἐδῶ τὴ θαυματουργή της εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε μέσα στὴ θάλασσα.
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΥΛΑΒΟΥΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Ὁ λιμνιὸς ναυτικὸς Εὐάγγελος Πανταζὴς διηγήθηκε στοὺς ἐφημέριους τῆς πόλεως τὸ ἑξῆς περιστατικό:
- Ἦταν 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1960, ὥρα 2.30´, καὶ ταξιδεύαμε στὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου μὲ τὸ πλοῖο «Παγκόσμιος Ἁρμονία» τῆς ἑταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στὴν καμπίνα μου, ὅταν ἄκουσα μία ὑπερκόσμια γυναικεία φωνὴ νὰ προστάζει:
- Πέσετε στὴ θάλασσα!
Πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιὰ εἶχα ἰδιαίτερη εὐλάβεια, καὶ τὴν παρακαλοῦσα πρωί-βράδυ νὰ μᾶς προστατεύει. Ξαφνικὰ νοιώθω ἕνα ἀπότομο τίναγμα. Τὸ πλοῖο τραντάχτηκε ὁλόκληρο. Κοιτάζω ἀπὸ τὸ φινιστρίνι καὶ βλέπω τὸ καράβι μας μέσα στὶς φλόγες. Εἴχαμε συγκρουστεῖ μ᾿ ἕνα γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, ποὺ μετέφερε μαζοὺτ καὶ βενζίνη ἀεροπλάνων. Ἀπὸ τὴ σφοδρὴ σύγκρουση ἡ πλώρη μας κόπηκε στὴ μέση, ἐνῶ τὸ ξένο πλοῖο ἔπαθε ρῆγμα βάθους εἴκοσι μέτρων. Ἐγὼ στὸ μεταξὺ ἑτοιμάστηκα καὶ ἔπεσα στὴ θάλασσα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας. Ἐνῶ κολυμπούσαμε, πολλὰ δελφίνια γύρω μας εἶχαν σχηματίσει κλοιὸ καὶ μᾶς προφύλαγαν ἔτσι ἀπὸ τοὺς καρχαρίες ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν περιοχή. Δυόμισι ὧρες πάλεψα μὲ τὰ κύματα κι ἔφθασα κάποτε στὶς τουρκικὲς ἀκτές. Ἀπὸ τὰ σαράντα ἕνα ἄτομα τοῦ πληρώματος σωθήκαμε μόνο ἕντεκα. Τὴ διάσωσή μας ἀποδίδουμε στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιά. Γι’ αὐτὸ ἤρθαμε ἀμέσως στὴ Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στὸν ἱερὸ ναό της καὶ τὴν εὐχαριστήσαμε γιὰ τὴ σωτηρία μας».
Σε μια γραφική παραλία στον βόρειο Ευβοϊκό, όπου το αρχαίο Ελύμνιο, είναι σήμερα χτισμένη ή κωμόπολη της Λίμνης. Στόν περικαλλή ναό της είναι θησαυρισμένη ή θαυματουργή εικόνα της πολιούχου της Παναγίας της Λιμνιάς. Στά 1560, καθώς διασώζει ή παράδοση, οταν ήταν σουλτάνος ό Σουλεϊμάν ό μεγαλοπρεπής, ένα τούρκικο πλοίο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας με κατεύθυνση τη Χαλκίδα.
Στό πλήρωμα του καραβιού ήταν κι ένας χριστιανός ναύτης, ό λοστρόμος Δημητρός, άνθρωπος ευλαβής καί ηλικιωμένος.
Το καράβι πλησίαζε στη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά από τον σορόκο. Ξαφνικά ό άνεμος κόπασε. Τότε ό Δημητρός έδωσε εντολή να ρίξουν τίς βάρκες στη θάλασσα, για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ό λοστρόμος στο πλάι του καραβιού, πάνω στα κύματα, ένα μεγάλο εικόνισμα. Χωρίς να χάσει καιρό, κατεβαίνει σε μια φελούκα, σηκώνει την ιερή εικόνα άπ' το νερό, καί προσκυνάει την Παναγία πού ήταν ζωγραφισμένη πάνω σ' αυτή. Ύστερα ανεβάζει την εικόνα στο κατάστρωμα καί την παραδίδει στον πλοίαρχο, στον τούρκο Μεχμέτ. Αμέσως σηκώνεται δυνατός βοριάς, πού κολπώνει τα πανιά. Τ' άλμπουρα τριζοβολούν, ενώ ή πλώρη σχίζει με ορμή τ' αφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τίς Σποράδες, μπήκαν στον Ευβοϊκό κι έβαλαν πλώρη για τη Χαλκίδα. Μόλις όμως έφθασαν στην περιοχή της Λίμνης, ό άνεμος κόπηκε απότομα καί το καράβι ακινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καί πάλι οί βάρκες στη θάλασσα καί άρχισαν να το ρυμουλκούν. Ύστερα από ώρες έφθασαν στη βάση του όρους Καντήλι. Εκεί απροσδόκητα ξεσπά καταιγίδα.
Τα κύματα σηκώνονται απειλητικά καί σπρώχνουν το σκάφος πάλι στη Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν εκεί, ή τρικυμία σταματά καί ή θάλασσα πάλι γαληνεύει. Το πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια να κατευθύνει το καράβι στον προορισμό του. Ξεσπάει όμως νέα καταιγίδα, πιο απειλητική, καί τους σπρώχνει πάλι στη Λίμνη. Ό καπετάνιος καί οι ναύτες έχουν απελπιστεί. Δεν μπορούν να διακρίνουν πίσω άπ' αυτή τη θαλασσινή περιπέτεια το χέρι της Παναγίας. Τότε φωτίστηκε επί τέλους ό ευλαβής λοστρόμος. Πλησιάζει τον καπετάνιο καί του λέει:
- Δεν πρόκειται ν' απαλλαγούμε άπ' αυτή την ταλαιπωρία, αν δεν βγάλουμε σ' αυτήν εδώ τη στεριά την εικόνα της Παναγίας.
Ό πλοίαρχος συμφώνησε καί ειδοποίησε το χωριό Καστριά - χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριά από την παραλία - να έρθουν να την παραλάβουν. Δεν άργησε να καταφθάσει ό πιστός λαός, έχοντας επικεφαλής τους ιερείς, με έξαπτέρυγα, σταυρούς καί λαμπάδες. Στήν παραλία τους περίμενε ό Δημητρός, πού τους παρέδωσε την ιερή εικόνα σαν ατίμητο θησαυρό.
Αμέσως φύσηξε φρέσκο αεράκι κι έσπρωξε κατάπρυμα το Ιστιοφόρο με τους ναύτες, κατευθείαν νια τον προορισμό τους. Ήταν το "ευχαριστώ" της Παναγίας, ή ευαρέσκεια της για τον κόπο τους. Στό μεταξύ ή πομπή ξεκίνησε μεγαλόπρεπα από την παραλία για το χωριό. Εκεί, στον ναό της αγίας "Αννης, τριγυρισμένον από γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καί κυπαρίσσια, απόθεσαν τη σεπτή εικόνα. Έψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καί ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για την ανεκτίμητη δωρεά.
Την άλλη μέρα ή εικόνα έλειπε από την εκκλησία. Την αναζήτησαν παντού, καί τη βρήκαν στην τοποθεσία της σημερινής Λίμνης. Την επανέφεραν στον ναό της αγίας "Αννης, αλλά εκείνη επέστρεψε στον ίδιο τόπο. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές, κι έτσι κατάλαβαν οι κάτοικοι πώς ήταν θέλημα της να παραμείνει οριστικά εκεί.
Έχτισαν λοιπόν μια μικρή εκκλησία καί την τοποθέτησαν μέσα σ' αυτή. Την Ιερή εικόνα ακολούθησαν καί οι ίδιοι. Εγκατέλειψαν τα Καστριά καί μετοίκησαν στη Λίμνη. Αργότερα, στη θέση του πρώτου ναΐσκου έχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καί τον αφιέρωσαν στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στίς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικός εορτασμός προς τιμήν της Παναγίας της Λιμνιάς. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 95 χ 65 εκ. Πάνω σ' αυτή εικονίζεται ή Παναγία ή Γλυκοφιλούσα, ζωγραφισμένη σε σκληρό καί βαρύ ξύλο καί καλυμμένη με ασημένια επένδυση.
Στα χίλια πεντακόσια εξήντα περίπου, -όταν σουλτάνος ήταν ό Σουλεϊμάν ό λε-. γόμενος μεγαλοπρεπής, ένα καράβι τούρκικο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας, κατευθυνόμενο προς τη θαλάσσια περιοχή της Χαλκίδας. Μεταξύ του τούρκικου πληρώματος ήταν και ένας χριστιανός ναύτης σέ περασμένη ηλικία πού κατείχε τη θέση του λοστρόμου μέσα στο καράβι, τον έλεγαν Δημητρό και καταγόταν από τα Μπουγάζια. Το καράβι είχε πλώρη προς τη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά του από το σορόκο που φύσαγε. Ρόδιζε ή αυγή και ή σοροκάδα άρχισε να πέφτει, οπότε ό λοστρόμος Δημητρός έδωσε παράγγελμα να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Ξαφνικά, βλέπει ό γερο-Δημητρός να επιπλέει πάνω στα κύματα ένα μεγάλο εικόνισμα στο πλάϊ του καραβιού.Ό ευλαβής χριστιανός λοστρόμος δεν χάνει ώρα.Αμέσως μπαίνει σε μια φελούκα (μικρή βάρκα), σηκώνει από τη θάλασσα την Ιερή Εικόνα, 95 εκατοστά υψος και 65 πλάτος, γονατιστός κάνει το σταυρό του, προσκυνάει και ασπάζεται με ευλάβεια τη Μητέρα του Θεοΰ, την Παναγία. Ανεβάζει την Εικόνα στο καράβι καί, σαν δουλευτής στον καπετάνιο Μεχμέτ,την παραδίνει σ' αυτόν κι ό άσεβης την άφήνει ανάποδα στην κάμαρη, στη πρύμνη
Από τη στιγμή που ανεβάστηκε ή ιερή Εικόνα στο καράβι, σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας γρέγος και τραμουντάνα. Τριζοβολούνε τ' άλμπουρα, τα πανιά κολπώνονται, το καράβι σχίζει με ταχύτητα τα πέλαγα, ή πλώρη σηκώνει αφρούς και ή πρύμνη αφήνει άσπρες λωρίδες. Οί γλάροι φτεροκοπούν και διαγράφουν «αίνους στο γαλάζιο τον ουρανού», τα δελφίνια παίζουν στα κύματα και οι ναύτες, χωρίς να ξέρουν το γιατί, αφήνουν ευφρόσυνους αμανέδες ν' ακουσθούν μέσα στα πέλαγα. Ή Θεοτόκος Μαρία, με αόρατη αγγελική συνοδεία και ύμνωδία, συνεκάλεσε την άλογη και έλλογη κτίση σε δοξολογία του Τριαδικού Θεού, με τον τρόπο του κάθε κτίσμα, κατά αναλογία με τη γνώση ή την άγνοια του,ό λοστρόμος με τον ευσεβή ψαλμό στο στόμα και οι ", δυστυχείς ασεβείς ναύτες με ο,τι θεωρούσαν ότι ευχαριστεί το Θεό τους.
Το Ιστιοφόρο έπλεε στον προορισμό του με τους ανύποπτους ναύτες για το ποιο ήταν το θέλημα της Παναγίας. Παρέκαμψε τις νήσους Σποράδες, πέρασε στον Ευβοϊκό κόλπο και έβαλε πλώρη για την Χαλκίδα. "Ομως, μόλις.βρέθηκε το καράβι κάτω από την τοποθεσία που είναι τώρα ή Λίμνη, ή θάλασσα τελείως αφύσικα γαλήνεψε απότομα κι έπεοε σε τέλεια άπνοια. Το ιστιοφόρο ακινητοποιήθηκε. Όποτε ό Τούρκος κατεπάνιος δίνει εντολή να ρίχτουν πάλι οι βάρκες για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Και όταν έφθασε υστέρα από ώρες κάτω από το άγριωπό βουνό της Ευβοίας Καντήλι, που οι απότομοι βράχοι του κατεβαίνουν από την πλευρά αυτή μέχρι βαθιά στη θάλασσα, ξέσπασε ξαφνική καταιγίδα, τελείως και αυτή αφύσικη. Σηκώνονται απειλητικά κύματα και κόντρα άνεμος, που σπρώχνουν το σκάφος με κατεβασμένα πανιά κάτω από τη Λίμνη, ένω ό καπετάνιος και οι ναύτες έχουν περιέλθει σε απόγνωση.
Και εδώ «βουλή Θεού έτελείτο», όπως λέγει ό υμνητής των θαλασσίων περιπετειών Όμηρος. Πράγματι, ένω το ιστιοφόρο βρισκόταν κάτω από τη Λίμνη, ή τρικυμία σταματάει και ή θάλασσα γαληνεύει, παρά τους φυσικούς νόμους. 'Αλλά τη θέληση της Θεοτόκου, πού εκδηλωνόταν με τα φυσικά στοιχεία, για να βγάλουν την ιερή Εικόνα Της εκεί, δεν την κατάλαβαν ακόμα. Γι' αυτό νέα απόπειρα να κατευθυνθεί το καράβι στον αρχικό προορισμό του πάλι απέτυχε. Γιατί στο ίδιο σημείο, στο Καντήλι, νέα καταιγίδα ξεσπάει πιο απειλητική από την προηγούμενη και μη θέλοντας το καράβι παρασύρεται πάλι στη Λίμνη.
Ό ευλαβέστατος γέρο-Δημητρός, ό λοστρόμος, έπι τέλους φωτίστηκε. Κατάλαβε τη γλώσσα με την οποία μιλούσε ή Θεοτόκος. Παρουσιάζεται λοιπόν στον Τούρκο καπετάνιο και του εκθέτει την πεποίθηση του, ότι δεν θα απαλλαγούν από τους κινδύνους, αν δεν αφήσουν την Εικόνα έκεί. Όποτε ό ασεβής Μεχμέτ συγκατατίθεται και ειδοποιούν το χωριό, πού ήταν τότε λίγα χιλιόμετρα από την παραλία στα Καστριά.
Κατέβηκαν για να παραλάβουν την ιερή Εικόνα ιερείς πλαισιούμενοι από πολύ λαό, με έξα-πτέρυγα, Σταυρούς και λαμπάδες, οι προύχοντες του χωριού και γέροντες ευλαβείς, στους οποίους ό ευσεβής λοστρόμος Δημητρός παρέδωσε την Εικόνα της αχράντου και άειπαρθένου Θεοτόκου, σαν ατίμητο θησαυρό για το χωριό τους,πού τη δέχτηκαν με περισσή χαρά και κατάνυξη. Και για να φανεί τρανότερα το θαύμα της Παναγίας, μόλις άποτέθηκε στη στεριά ή θεία Εικόνα, ή θάλασσα αμέσως ηρέμησε και ακολούθησε ένα φρέσκο μαϊστράλι, πού πήρε κατάπρυμνα το ιστιοφόρο με κολπωμένα τα πανιά του κατ ευθείαν για τον προορισμό του. Και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και οι σκοτισμένοι Μωαμεθανοί έδόξασαν τι] Δέσποινα του κόσμου και Κυρία Θεοτόκο για τα θαυμάσια Της.
Κι ένω το καράβι έσχιζε με ούριον άνεμο τη θάλασσα, οι άρχοντες του χωριού συνόδευαν την Ιερή Εικόνα της Θεομήτορος φερόμενη από ιερείς, προπορευόμενων των έξαπτερύγων, των λαβάρων, των φανών και του αγίου Ευαγγελίου, πού κρατούσε ιερεύς. "Οταν έφθασαν στον ιερό Ναό της Μητέρας της Θεοτόκου αγίας Άννας, πού ήταν κοντά σ' ένα άλσος από γέρικες δρυς, πλατάνια, κυπαρίσσια και ύψηλόκορμα πεύκα, απόθεσαν σ' ένα προσκυνητάρι την ιερή Εικόνα, έψαλλαν Παράκληση και Δοξολογία και προσκύνησε όλος ό λαός, ευχαριστώντας γονυκλινώς τη χάρη Της για τη θεία δωρεά.
Την επομένη, όμως, ημέρα, όταν μαζί με τους Ιερείς οι χριστιανοί άνοιξαν τον ιερό Ναό για να προσευχηθούν, παρετήρησαν με φρίκη και τρόμο ότι η Εικόνα της Παναγίας είχε εξαφανιστεί κατά τη νύχτα. Αναστατώθηκε όλο το χωριό και όλοι οι χριστιανοί βγήκαν στα βουνά και στους λόγγους ψάχνοντας τρεις μέρες και τρεις νύχτες παντού, σε έξωκκλήσια να τη βρούνε, αλλά πουθενά ή Εικόνα.
Όμως, ένας τσοπάνος —φαίνεται πώς θα ήτανε καθαρός χριστιανός- πού είχε το μαντρί του στους βράχους, ανατολικά επάνω από τη Λίμνη, είδε τη νύχτα ένα φως κάτω στην πεδιάδα και το πρωΐ κατέβηκε και είδε τρομαγμένος την αγία Εικόνα στο μέσον των βράχων, έκεί πού είναι σήμερα χτισμένος ό Καθεδρικός Ναός της Λίμνης, κι εμπρός της μια καντήλα να φέγγει. 'Αμέσως έστειλε μήνυμα στο χωριό, ότι ή σεπτή Εικόνα βρίσκεται στη Λίμνη, και όλο το χωριό με το ιερατείο κατέβηκαν και την παρέλαβαν με πολλή ευλάβεια και την μετέφεραν και την απόθεσαν πάλι στο Ναό της αγίας Άννας.
|